αρρενωπότητα

αρρενωπότητα
η (Μ ἀρρενωπότης) [αρρενωπός]
η ιδιότητα του αρρενωπού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρρενωπία — ἀρρενωπία, η (Α) [αρρενωπός] η αρρενωπότητα, η ανδρικότητα …   Dictionary of Greek

  • αρρενότης — ἀρρενότης ( τητος), η (AM) [άρρην] η ιδιότητα του αρσενικού, η αρρενωπότητα …   Dictionary of Greek

  • Μανιοσού — Έργο της ιαπωνικής λογοτεχνικής παράδοσης. Το έργο, το οποίο απαρτίζεται από είκοσι βιβλία, συγκεντρώνει 4.496 ωδές ποιητών του 7ου και του 8ου αι. μ.Χ. και αποτελεί την ευρύτερη και αρχαιότερη συλλογή ποιημάτων στην ιαπωνική γλώσσα. Ο άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρτον, Ρίτσαρντ — (Richard Burton, Ουαλία 1925 – Ελβετία 1984). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Ρίτσαρντ Γουόλτερ Τζένκινς Τζούνιορ (Richard Walter Jenkins, Jr.). Από τους πλέον χαρισματικούς και πολυσχιδείς ερμηνευτές όλων των εποχών στη σκηνή και… …   Dictionary of Greek

  • Νταγιάκ ή Νταγιάκοι — Ομάδα ινδονησιακών πληθυσμών, περίπου δύο εκατομμύρια άτομα συνολικά, που κατοικούν κατά το μεγαλύτερο μέρος στις εσωτερικές περιοχές της Βόρνεο. Ν. ονόμαζαν οι Μαλαίοι τους ιθαγενείς που έμεναν στα δυτικά παράκτια όρη (Οράνγκ – Ν., δηλαδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”